Το μικροβίωμα του εντέρου αποτελείται από όλους τους μικροοργανισμούς που ζουν στο πεπτικό σύστημα ενός ατόμου. Διάφοροι παράγοντες όπως διατροφή, χρήση αλκοόλ και καπνού, ηλικία και σωματική δραστηριότητα το επηρεάζουν.

Άμεσες συσχετίσεις μεταξύ της σύνθεσης του μικροβιώματος και του καρκίνου έχουν μελετηθεί και τεκμηριωθεί. Επιπλέον, η απάντηση στη θεραπεία του καρκίνου, ιδιαίτερα οι θεραπείες που βασίζονται στο ανοσοποιητικό, επηρεάζεται από το περιεχόμενο του μκροβιώματος. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις που συνδέουν το μικροβίωμα με τοξικότητες που σχετίζονται με τη θεραπεία. Έτσι, το  μικροβίωμα έχει πρόσφατα αναδειχθεί ως ένας δημοφιλής τομέας εστίασης στην έρευνα για τον καρκίνο.

Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Cell Host & Microbe συσχέτισε τα υψηλά επίπεδα συγκεκριμένων βακτηρίων του εντέρου με μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν καρκίνοι οι προκαρκινικοί πολύποδες του παχέος εντέρου.

Η μελέτη παρακολούθησε 40 ασθενείς που υποβάλλονταν σε συνηθισμένες κολονοσκοπικές εξετάσεις για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Οι ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν ηλικίας 50-75 ετών και τα δύο τρίτα ήταν γυναίκες.

Οι ερευνητές έλαβαν βιοψίες κοντά στους πολύποδες του παχέος εντέρου και ταυτοποίησαν τις διάφορες αποικίες βακτηρίων που υπήρχαν μέσα στους ιστούς. Πραγματοποίησαν παρόμοια ταυτοποίηση βακτηρίων και στους ιστούς ασθενών χωρίς πολύποδα.

Η ανάλυση αποκάλυψε αυξημένα επίπεδα ενός συγκεκριμένου στελέχους βακτηρίων, Bacteroides fragilis, στους ασθενείς με πολύποδες σε σύγκριση με την ομάδα χωρίς πολύποδες.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μελέτη τους δείχνει έναν εξέχοντα ρόλο του Bacteroides fragilis στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης καρκίνου που προδιαθέτουν τα άτομα σε πολύποδες. Υποδεικνύουν περαιτέρω ότι το μικρο-περιβάλλον μέσα σε έναν πολύποδα επιλέγει, ενδεχομένως, στελέχη βακτηρίων που προάγουν την φλεγμονή, ενισχύοντας περαιτέρω την ανάπτυξη πολυπόδων.

Αυτή η μελέτη παρέχει μια νέα κατανόηση των μηχανισμών πρόκλησης καρκίνου του παχέος εντέρου καθώς επίσης ότι η ανάλυση του μικροβιώματος  θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων διαγνωστικών εργαλείων και εξατομικευμένων θεραπευτικών αγωγών.

 

Πηγή: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1931312821003899